βουδιστής

βουδιστής
ο (θηλ. -ίστρια, η)
ο οπαδός του βουδισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βούδας. Η λ. στον πληθ. (βουδδισταί, οι) μαρτυρείται από το 1864 στον Κωνστ. Ηρ. Βασιάδη (πρβλ. αγγλ. buddhist)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βουδιστής — ο θηλ. βουδίστρια οπαδός του βουδισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαμάνος — και σαμάν, ο, Ν (στα ουραλοαλταϊκά φύλα τής κεντρικής και βόρειας Ασίας καθώς και σε άλλα μέρη τού κόσμου) μάγος που, σύμφωνα με τις τοπικές θρησκευτικές δοξασίες, είναι προικισμένος με την ικανότητα να επικοινωνεί με τον κόσμο τών πνευμάτων, να… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • λάμα — I Βουδιστές ιερείς. Βλ. λ. λαμαϊσμός· Δαλάι Λάμα. II Ποταμός της Ρωσίας, στις περιοχές Μόσχα και Καλίνιν. Βλ. λ. Μόσκοβας. * * * (I) η μικρή, λεπτή μετάλλινη πλάκα κοπτικού εργαλείου («λάμα μαχαιριού») 2. μικρό ξυραφάκι, λεπίδα που τοποθετείται… …   Dictionary of Greek

  • νταλαϊλάμας — και δαλαϊλάμας ή Δαλάι Λάμα, ο 1. τίτλος τού αρχηγού τού κυρίαρχου τάγματος τού Τζε Λουγκς πα τών βουδιστών τού Θιβέτ και, ώς την πλήρη επικράτηση τών Κινέζων κομμουνιστών το 1959 στην περιοχή, τίτλος τού θρησκευτικού και πολιτικού ηγέτη τού… …   Dictionary of Greek

  • Ανανταντβάντζα — (1182 – 1252). Βουδιστής ιερέας από το Θιβέτ, ένας από τους σημαντικότερους αποστόλους του βουδισμού στην περιοχή αυτή. Δίδαξε τον βουδισμό στη Μογγολία και κατόρθωσε να προσηλυτίσει τους κατοίκους της. Στον Α. αποδίδεται επίσης η πατρότητα του… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”